πράϋνση

πράϋνση
η / πράϋνσις, -ύνσεως, ΝΑ, ιων. τ. πρήϋνσις, Α [πραΰνω]
1. τροπή μιας κατάστασης από την ένταση στην ηρεμία, κατευνασμός
2. (σχετικά με θυμό) μαλάκωμα, ημέρωμα
3. ιατρ. (σχετικά με σωματικό πόνο) ανακούφιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πράυνση — η κατευνασμός, γαλήνεψη, ημέρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέψη — Bλ. λ. πεπτικό σύστημα. * * * η / πέψις, εως, ΝΜΑ [πέσσω] ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού αρχ. 1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί… …   Dictionary of Greek

  • πρήϋνσις — ύνσεως, ή, Α ιων. τ. βλ. πράυνση …   Dictionary of Greek

  • πραϋντικός — ή, ό κυρ. καταπραϋντικός, αυτός που συντελεί στην πράυνση: Πραϋντικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”